γονατισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονατισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γονατισιˬὰ Πελοπν. Μάν. - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γονατίζω. Πβ. πατησιˬά.

Σημασιολογία

1) Πτῶσις εἰς τὰ γόνατα, γονυκλισία Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. γονάτισμα 1. 2) Τὸ ἴχνος τοῦ γόνατος Πελοπν. (Μάν.): Ἐκεῖ ποὺ γονάτισε ὁ Χριστός, καὶ τώρα ακόμα φαίνονται δυˬὸ γοῦβες σὰ γονατισιˬές. 3) Ὑπερβολικὴ κούρασις ἐξ ἐπιμόχθου ἔργου Λεξ. Πρω. Δημητρ. β) Ἠθικὴ κατάπτωσις ἐκ βαρείας δοκιμασίας ἢ προσπαθείας Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. γονατιˬὰ 3β, γονάτισμα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/