γονατιστήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονατιστήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γονατιστήρι τό, Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Βλαστ. 272 Πρω. Δημήτρ. γουνατιστήρ᾽ Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γονατίζω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Κάθισμα ἢ προσκεφάλαιον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου γονατίζει τις, ἰδίως ἐντὸς ναοῦ ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA