γονατιστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονατιστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γονατιστὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν Ὄφ. Τραπ.). γονατ᾽στὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γουνατ᾽στὸς βόρ. ἰδιώμ. βονατιστὸς Ἰκαρ. Ροδ. ᾽ονατιστὸς Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γονατιστὲ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γουνακιστὲ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) ᾽ονατιστὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) γονατιστὴς Θρᾴκ. (Κομοτ.) Κύπρ. Ροδ. Χίος - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημήτρ. Θηλ. γοναστικέσσα Πόντ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γονατιστός. Βλ. Γαδάρ. διήγ., στ. 439 (ἔκδ. Wagner, σ. 137) «καὶ ἔτσι τὸν ὀρδίνιασε, γονατιστὸ νὰ στέκῃ». Ὁ τύπ. γονατιστὴς ἐκ τοῦ θηλυκοῦ γονατιστὴ.

Σημασιολογία

) Ὁ ἐπὶ τῶν γονάτων ἱστάμενος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων. (Μέλαν.): Τὸν παρακαλοῦσε μιˬὰν ὥρα γονατιστὸς. Ἔπεσε ᾽ς τὰ πόδιˬα του γονατιστὸς κοιν. Ἔπεσα ᾽ς τὰ πόδιˬα του γονατιστὸς καὶ τὸν παρακάλαγα Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὀνατιστὸς μὲ χίλιˬα παρακάλιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γονατιστὸς ἐπαρακάλ᾽νεν τὴν Παναΐαν Τραπ. Ἔπεσε γονατιστὸς γιˬὰ νὰ γλυτώσῃ τὸ παιδί του Μῆλ. Παξ. Ἔκι γουνακιστὲ σ᾽ ἔκι φουσοῦ τὰν ἰάρα (ἦταν γονατιστὸς κ᾽ ἐφυσοῦσε τὴ φωτιὰ) Μέλαν. Ἡ Ἀννούλα... δὲν τὸ ἐννοοοῦσε καθόλου νὰ πάρῃ ἄντρα ποὺ νὰ περνᾷ τὴ ζωή του γονατιστὸς μπροστά της Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 226. || ᾌσμ. Ἔφαγε μνιˬά, ἔφαγε δυˬό, ᾽ς τὶς τρεῖς ἐφαρμακώθη, γονατιστή, χαμοσυρτὴ ᾽ς τὴν πεθερά της πάγει Θρᾴκ. Ἀπόψε εἶδα ᾽ς τοὺν ὕπνου μου πὼς μοναχός μου μίλουν, τὰ μάρμαρα τῆς πόρτας σου γονατιστὸς ἐφίλουν Θεσσ. (Ὄλυμπ.) || Ποιήμ. Μιˬὰ μάννα φέρνει μὲ στοργὴ | χρυσὸ παιδὶ ᾽ς τὸ εἰκόνισμά της γονατιστὴ τὴν εὐλογεῖ | καὶ λούζεται ᾽ς τὰ δάκρυά της Γ. Στρατήγ., Τραγούδ. νησ., 57. Τὸν ἔχουνε γονατιστὸ σὲ κοφτερὰ στουρνάριˬα τὰ χέριˬα του πιστάγκωνα, βαριˬὰ σιδερωμένα Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 2.106. Ἡ σημ. καὶ εἰς Γαδάρ. διήγ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Τὸ ἀρσ. ὡς οὐσ., εἶδος χοροῦ Κάρπ. Κάσ. β) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁπ. παίκτης γονυπετῶν θέτει πρὸ αὐτοῦ πεντάλεπτον κέρμα εἰς ἀπόστασιν ἀπὸ τῶν γονάτων του τόσην, ὅση ἡ ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ μέσου δακτύλου τῆς αὐτῆς χειρός. Συμπλέκων ἔπειτα τὰς χεῖρας ἐπὶ τῆς ράχεως, προσπαθεῖ νὰ λάβῃ τὸ κέρμα διὰ τοῦ στόματος Σάμ. 3) Τὸ ἀρσ. καὶ θηλ. ὡς οὐσ., ῆ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς λόγῳ τῆς κατ᾽ αὐτὴν γενομένης γονυκλισίας πολλαχ.: Τῆς Γονατιστῆς εἶναι βαρε͜ιὰ γιˬορτὴ Πελοπν. (Κορινθ.) Σήμερα ἔναι τσῆ Γονατιστῆς. Νὰ διˬάκουμε οὕλοι ᾽ς τὴν ἐκκλησὰ Πελοπν. (Γαργαλ.) Φορτσέρι τὴ νύχτα ποὺ σουρουπώνει δὲν ἀνοίγουνε τὴν Κυριακὴ τὴ Γονατιστὴ (φορτσέρι = μπαοῦλο) Πελοπν. (Μανιάκ.) Τ᾽ς Γονατιστῆς καθανείνας παγαί᾽ ᾽ς τὴν ἐκκλησιˬὰ μ᾽ ἕνα κλωνὶ καρυδιˬὰ ᾽ς τὸ χέρ᾽, γιˬὰ νὰ τὸ βά᾽ νὰ γονατίσ᾽ ἀπάν᾽ Θρᾴκ. (Μέτρ.) Τὴν Τσερκατὴν ἔχουμε τοῦ Γονατιστῆ Κύπρ. Τοῦ Βονατιστῆ οἱ γυναῖκες ᾽ς τὴν ἐκκληὰ βάζουν μιˬὰ πέτρα ᾽ς τὴ ράχη, ὅταν γονατίζουν, γιˬὰ νὰ μὴν πονοῦν τὴ μέση τους Ρόδ. Τερκατὴ τοῦ Γονατιστοῦ Κύπρ. Συνών. γονατᾶς 2, γονατιˬὰ 3γ, γονάτιση, γονὰτισμα 2, γονατίτσα, γόνατο 4, γονυκλισιˬὰ 3, Κυριακὴ τοῦ ποντικιˬοῦ. β) Το ἀρσ. Γονατιστῆς ὡς κυριών., ὁ ἅγιος Ἰωάννης, τοῦ ὁποίου ἡ ἑορτὴ ἄγεται τὴν 29ην Αὐγούστου Χίος. 4) Ὁ ἐξ ἀπροσεξίας πίπτων καὶ κτυπῶν συνεχῶς τὰ γόνατα Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημήτρ. Συνών. γκουργκουνᾶς, σκουντουφλιˬάρης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/