βαντακούλλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαντακούλλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαντακούλλα ἡ, ΓΞενοπ. Θέατρ. 8,109 βαdακούλλα Κέρκ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βαντάκα διὰ τῆς καταλ. –ούλλα.
Σημασιολογία
Μικρὸν δέμα εἰδῶν ἱματισμοῦ κττ. ἔνθ’ ἀν.: Μιˬὰ βαdακούλλα μὲ παλα͜ιόπαννα Κεφαλλ. Τούτη τη βαντακούλλα ἐπῆρα μὲ τὰ ρουχαλάκιˬα μου ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βαντακούλλι, μπογαλάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA