βαντακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαντακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαντακώνω (ΙΙ) Στερελλ. (Ἀγρίν.) βαντακώνου Στερελλ (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ βαντάκι.
Σημασιολογία
Σχηματίζω μέγαν ὁρμαθὸν ἐκ μικροτέρων ὁρμαθῶν φύλλων καπνοῦ, τὸν ὁποίον ἐξαρτῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅμα ρίξ’ δρουσιˬὰ θὰ βαντακώσουμι Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA