βανταλάχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βανταλάχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βανταλάχος ὁ, Ἤπ.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἐθνικοῦ ὀν. Βάνταλος.
Σημασιολογία
1) Τυραννικὸς ἄνθρωπος, καταπιεστής: Μᾶς κόπηκες βανταλάχος! (μᾶς ἔγινες τύραννος!) 2) Διαιτητής, συνήγορος: Δὲ σὲ βάνω βανταλάχο!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA