γονατοκλισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονατοκλισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γονατοκλισιˬὰ ἡ, Ἄνδρ. Κεφαλλ. γονατοκλισία Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Τραπ.) γουνατουκλισιˬὰ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Γαλτσ.) Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) γουνατουκλιὰ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνατο καὶ τοῦ ἀμαρτ. κλισιˬά.

Σημασιολογία

1) Ἡ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς γονυκλισία Ἤπ. (Ἰωάνν.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Ἴμερ. Τραπ.): Ἐποῖκα σεράντα γονατοκλισίας Τραπ. β) Ἡ λειτουργία τῆς Πεντηκοστῆς Κεφαλλ. 2) Ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Γαλτσ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Κεφαλλ. Σάμ.: Σήμιρα εἶι τῆς Γουνατουκλιᾶς Ἰωάνν. Συνών. βλ. εἰς λ. γονατιστὸς 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/