γονατοκρατῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γονατοκρατῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γονατοκρατῶ Δ. Σάρρ., Εὐριπίδ. Ἱππόλ., 9.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνατο καὶ τοῦ ρ. κρατῶ.
Σημασιολογία
Κρατῶ τινα ἀπὸ τῶν γονάτων: Ποίημ. Τί κάνεις; Μὲ βιˬάζεις χεροσφίγγοντας; Καὶ γονατοκρατῶντας, δὲ σ᾽ ἀφίνω πλιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA