γόνδολα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόνδολα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γόνδολα ἡ, λόγ. σύνηθ. γόντολα Ἤπ. (Παργ. κ.ἀ.) γούνdουλα Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Δραγοτ. Κάβ. Λευκίμμ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. γούντουλα Ναύστ. κούντουλα Ναύστ. – D. C. Hesseling, Mots marit., 21 Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 132 Α. Maidhof, Neugr. Rückwand, 28 βούνdουλα Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gondolα.

Σημασιολογία

1) Μεγάλη ἁλιευτικὴ λέμβος Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Δραγοτ. Κάβ. Λευκίμμ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ.: Πᾶνε μέ τὴ γούνdουλα νὰ ψαρέψουνε Κέρκ. Ὁ Στεφανῆς πῆε γιˬ᾽ ἅλιˬεμα μὲ τὴ γούνdουλα κ᾽ ἔπιˬακε μουρμούρους καὶ δράgαινες Ἐρεικ. Ἂν δὲ μαθαίνῃ γράμματα, ἂς πάῃ ᾽ς τὴ γούνdουλα Λευκίμμ. Συνών. τράττα. 2) Ἀβαθὴς μονόκωπος λέμβος μετὰ σκεπαστοῦ καὶ περικλείστου θαλαμίσκου περὶ τὸ μέσον τοῦ μήκους αὐτῆς, χρησιμοποιουμένη ἰδίως εἰς Βενετίαν λόγ. σύνηθ. 3) Εἶδος ἐμπορικῆς λέμβου Ναύστ. 4) Δίπρωρος κρεμαστὴ λέμβος Ν. Κοτσοβίλ., ἔνθ᾽ ἀν. D. C. Hesseling, ἔνθ᾽ ἀν. 5) Εἶδος ἁμάξης ὁμοιαζούσης πως μὲ γόνδολαν Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. 6) Μικρὸν δοχεῖον ᾠοειδοῦς τομῆς χρήσιμον διὰ τὴν πλύσιν τῶν ὀφθαλμῶν Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/