ἀσκημοφορῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημοφορῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκημοφορῶ Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀσχημοφορῶ Λεξ. Δημητρ. ἀ-ημοφορῶ Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ ρ. φορῶ.

Σημασιολογία

Φορῶ ἄσχημα ἐνδύματα ἔνθ᾽ ἀν.: Ὄμορφη κωπέλλα, μὰ πάντα ἀσχημοφοράει Λεξ. Δημητρ. Ἦρθε’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ ἀσχημοφορεμένος αὐτόθ. || Γνωμ. Ἀ-ημοφόρε ταὶ μὲν ριᾷς (προτιμότερον νὰ φορῇς ἄσχημα φορέματα καὶ νὰ μὴ κρυώνῃς παρὰ εὔμορφα καὶ νὰ κρυώνῃς. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 585) Κύπρ. Ἀσκημοφόρε͜ιε καὶ μὴν ἐρ’γᾷς (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Κρήτ. Συνών. τῆς μετοχ. ἀσκημοφόρετος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/