γιˬουκουντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουκουντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬουκουντίζω ἐνιάχ. γιˬουκουνdίτζω Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Tουρκ. yakilmak=στενοχωροῦμαι, μελαγχολῶ.
Σημασιολογία
Στενοχωροῦμαι, μελαγχολῶ: ᾎσμ. Διˬαμάνdι τσαὶ περλάνdι μου, τί ’χεις τσαὶ γιˬουκουνdίτζεις; Μόνογ- γιˬὰ σένα τραγουδῶ τσαὶ μὴ βαρυκαρδίτζῃς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA