ἀσκημώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκημώνω ἀμάρτ. ἀκεμωσία Πόντ. (Τραπ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀσκημώνω. Ἰδ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε στ. 999 (ἔκδ. JLambert) «ἀσκημωμένη ἐφαίνετον καὶ συγγλωσσοδεμένη».

Σημασιολογία

Γίνομαι δυσειδής, δύσμορφος. Συνών. ἀσκημένω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/