γιˬουλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬουλάκι τό, (Ι) ’Ιων. (Σμύρν.) Κωνπλ. ἀγιˬουλάκι Α. Βαλαωρ., Ἔργα, 3,4.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬούλι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὸ γιˬούλι ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Γιˬουλάκι μου μὲ τὸν ἀνθό, | μίλησε, γιˬὰ θὰ τρελλαθῶ (γιˬὰ=ἢ) Κωνπλ. || Ποίημ. Ἕνα μικρό, πανόρφανο, ὁλόλευκο ἀγιˬουλάκι τὸ μάζωξα, τὸ φύλαξα βαθε͜ιὰ-βαθε͜ιὰ ’ς τὸν κόρφο Α. Βαλαωρ ἔνθ’ ἀν. Συνων. ζουμπουλάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA