γόνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γόνι τό, (ΙΙ) Εὔβ. (Πλατανιστ.) Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 17. γό᾽ Στερελλ. (Καρυά).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γόνος (ΙΙ) κατὰ τύπ. ὑποκορ.

Σημασιολογία

Κρίκος ἐξ εὐλυγίστου κλάδου, διὰ τοῦ ὁποίου προδένεται ὀ ἱστοβοεύς πρὸς τὸν ζυγὸν ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γόνος (ΙΙ), κουλούρα, σκάλη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/