ἄσκησι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκησι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄσκησι ἡ λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄσκησις.
Σημασιολογία
Ἡ πρὸς γύμνασιν τοῦ σώματος κίνησις τῶν μελῶν ἢ ἄλλη ἐνέργεια πρὸς ἐθισμὸν περὶ τὴν χρῆσιν ἀντικειμένου ἢ πράξεώς τινος λόγ. σύνηθ.: Ἡ ἄσκησι δυναμώνει τὸ σῶμα κιˬ ἀνοίγει τὴν ὄρεξι. β) Τὸ ὑπὸ τοῦ διδασκάλου διδόμενον θέμα πρὸς ἐμπέδωσιν καὶ πρακτικὴν ἐφαρμογὴν τῶν διδαχθέντων λόγ. σύνηθ.: Δὲν ἔλυσα τοὶς ἀσκήσεις μου, γιˬατὶ ἤμουν ἄρρωστος. 2) Ἡ ζωὴ τοῦ ἀσκητοῦ, τὸ ἀσκητικῶς ζῆν Κέρκ. Συνων ἰδ. ἐν λ. ἀσκητεία. 3) Τὸ ἐνδιαίτημα τοῦ ἀσκητοῦ Κέρκ.: Ζῇ ᾿ς τὴν ἄσκησι. Συνών. ἀσκηταρε͜ιό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA