ἀσκητεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκητεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκητεύω Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) κ.ἀ. –Λεξ. Βυζ. Δημητρ. –ΑΠροβελ. Νικηφ. Φωκ.2 23 ἀκητεύω Πόντ. (Οἰν.) ἀσκητεύγω Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ. ἀσκητεύου Μακεδ. (Καστορ. Καταφύγ.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀστσηdεύω Μύκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκητής. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Διάγω τὸν βίον ἐν ἐρημίᾳ, εἶμαι ἀσκητὴς ἔνθ’ ἀν.: Ποιημ. Ἦλθεν ἡ ὥρα κ’ ἡ στιγμὴ μαζί σου ν᾿ ἀσκητέψω ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν. 2) Διάγω βίον μονήρη καὶ ἐγκρατῆ, ἀποφεύγω τὴν μετὰ τῆς κοινωνίας ἀναστροφὴν Μακεδ. (Καστορ.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA