βαπωράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαπωράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαπωράκι τό, κοιν. βαπουράκ' βόρ. ἰδιώμ. παπωράκι Ἰθάκ. παμπουρἀκ’ Μακεδ. παπωράτσι Ἀνδρ. Μύκ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βαπώρι διὰ τῆς καταλ -άκι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν ἀτμόπλοιον κοιν.: Φρ. Ἔγινε βαπωρἀκι (ἐπὶ μεθύσου). Τὸν ἔκανε βαπωράκι (τὸν ἐξώργισε) πολλαχ. Συνών. βαπωρέλλι, *βαπωρόπουλλον. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σῦρ. β) Ἀτμάκατος χρησιμοποιουμένη πρὸς ρυμούλκησιν μεγαλυτέρου πλοίου. Συνών. ρυμουλκό. 2) Ὄργανον σιδερώματος θερμαινόμενον διὰ ξυλανθράκων τεθειμένων ἐντὸς αὐτοῦ σύνήθ. Συνών. βαπώρι 2. 3) Εἶδος κολυμβήματος Προπ. (Πάνορμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/