βαπωρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαπωρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαπωρεˬὰ ἡ, βαπωρέα Πελοπν. (Λεῦκτρ) κ.ἀ. βαbωρέα Μέγαρ. κ.ἀ. βαπωρὲ Δ. Κρήτ. βαπωρεˬὰ κοιν. βαπουρεˬὰ βόρ. ἰδιώμ. παπωρεˬὰ σύνηθ. παπουρεˬὰ βόρ. ἰδιώμ. παπωρὲ Δ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαπώρι καὶ τῆς καταλ. -εˬά.
Σημασιολογία
Ὅσον δύναται νὰ χωρέσῃ ἓν πλοῖον, τὸ φορτίον ἑνὸς πλοίου ἔνθ’ ἀν.: Μιˬὰ βαπωρεˬὰ κάρβουνο-ζάχαρι-σιτάρι κττ. κοιν. Ἦρχε μὲ τὴν ἄλλη παπωρεˬὰ (ἀντὶ μὲ τὸ ἄλλο πλοῖον) Σίφν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA