βαπωρέττο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαπωρέττο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαπωρέττο τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. vaporetto=μικρὸν ἀτμόπλοιον.
Σημασιολογία
Ἀποστακτὴρ ὕδατος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA