βαπωρήσιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαπωρήσιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαπωρήσιˬος ἐπίθ. κοιν. βαπουρήσιˬους βόρ. ἰδιώμ. παπωρήσιˬος σύνηθ. παπουρήσιˬους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαπώρι καὶ τῆς καταλ. -ήσιˬος.

Σημασιολογία

1) Ὁ δι’ ἀτμόπλοιον χρησιμοποιούμενος κοιν.: Βαπωρήσιˬο κάρβουνο. 2) Ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν τοῦ ἀτμοπλοίου ΑΜαμμέλ. Θαλασσιν. 112: Ἀρχίζουν μονομιˬᾶς τὸ ρίξιμο τοῦ διχτυˬοῦ ᾿ς τὸ γιˬαλὸ λάμνοντας... μὲ βαπωρήσιˬα γρηγοράδα πρὸς τὴ στερεˬά. 3) Ὁ ἐν ἀτμοπλοίῳ παρασκευαζόμενος κοιν.: Φρ. Βαπωρήσιˬος καφὲς (ὑπερτιμημένος, ἀκριβός).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/