γονιˬοπαίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονιˬοπαίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γονιˬοπαίδι τό Θρᾴκ. (Περίστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γονιˬὸς καὶ παιδί.

Σημασιολογία

Τέκνον γονιˬοῦ, ἤτοι καλῶν γονέων, καλῆς οἰκογενείας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/