γιˬουρντάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουρντάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουρντάκι τὸ, ἐνιαχ. γιˬουρdάκι Πελοπν. (Γαργαλ. Γορτυν. Λιγουρ. Μαντίν. Παππούλ. Στεμν. Χατζ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ.τοῦ οὐσ. γιˬούρντα ἢ γιˬουρντί.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς μάλλινος χειριδωτὸς ἢ καὶ ἀχειρίδωτος ἐπενδύτης ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Νὰ στρώσω τὸ γιˬουρντάκι μου νὰ γείρω, νὰ πλαγιˬάσω Πελοπν. (Λιγουρ.) 2) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται διαιροῦνται εἰς δύο ὁμάδας καὶ ἀφοῦ ρίψουν νόμισμα εἰς τὸν ἀέρα οἱ τῆς εὐνοηθείσης ὁμάδος ἱππεύουν ἐπὶ τῶν ὤμων τῶν τῆς ἑταίρας. Ὁ ἀρχηγὸς τῶν προνομιούχων κρατεῖ τεμάχιον ὑφάσματος (ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομα) εἰς σχῆμα σφαίρας τὸ ὁποῖον ρίπτει εἰς ἄλλο παιδίον τῆς ὁμάδος του, αὐτὸ δὲ εἰς τὸ ἄλλο κ.ο.κ. Ἐὰν εἷς ἐκ τῶν παικτῶν ἀστοχήσῃ εἰς τὴν διὰ τῶν χειρῶν σύλληψιν τῆς σφαίρας, ἡ ὁμὰς του θεωρεῖται ὅτι ἔχασε καὶ οἱ ρόλοι ἐναλλάσσονται κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον Πελοπν. (Γορτυν. Μαντίν.) Συνών. γελεκάκι, μαντηλάκι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/