βαπώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαπώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαπώρι τό, κοιν. καὶ Τσακων. βαπώρ’ βόρ. ἰδιώμ. βαπούρι Καλαβρ. (Μπόβ.) bαπ-πὠρι Χίος (Πυργ.) bαbώρι πολλαχ. bαbώρ’ Πόντ. (Χαλδ.) Σάμ. κ.ἀ. μπαμπώρι Εὔβ. (Κύμ.) παπώριν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Οἰν.) παπώρι σύνηθ. παπ-πώρι Χίος (Πυργ.) παπώρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Λευκ. Μύκ. Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τῆν. παμπώριν Κύπρ. παμπώρι Βιθυν. Ἤπ. Μακεδ. (Φλόρ.) κ.ἀ. παμπώρ’ Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Μακεδ. (Βλάστ.) κ.ἀ. πανπώρ’ Θεσσ. παbὠρι Κρήτ. κ.ἀ. παμπούρ’ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. vapore.
Σημασιολογία
1) Πλοῖον κινούμενον δι’ ἀτμοῦ, ἀτμόπλοιον κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄραξε τὸ βαπώρι. Σηκώθηκε τὸ βαπώρι (ἀπέπλευσε). || Φρ. Γίνομαι βαπώρι (ἐξοργίζομαι σφόδρα). Τὸν κάνω βαπώρι (τὸν ἐξοργίζω σφόδρα) κοιν. Παμπώριν τῆς στερεᾶς (τραῖνο) Κύπρ. || ᾎσμ. Νά ’μουν ἀγέρας νὰ φυσῶ, παμπώρι νὰ σφυρίξω Φλόρ. Συνών. βαπῶρο, καράβι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Παμπώρι Χίος Βαπώρια Σῦρ. 2) Βαπωράκι 2, ὃ ἰδ., πολλαχ. 3) Ἀτμοκίνητος ἁμαξοστοιχία Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Διδυμότ.) 4) Παιδιά τις ὀνομασθεῖσα οὕτω διὰ τὴν μνείαν ἐν αὐτῇ τῆς λέξεως βαπώρι Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA