γιˬουρντὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬουρντὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬουρντὶ τό, Πελοπν. (Βερεστ. Βλαχοκερ. Γαργαλ. Δάρα Ἀρκαδ. Κοντογόν. Κοπαν. Μανιάκ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ποταμ. Φιγάλ. κ.ἀ.) -Λεξ. Δημητρ. γιˬουρdὶ Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀργολ. Βλαχοκερ. Γαλατ. Κάμπος Λακων. Λάστ. Λιγουρ. Μάν. Μεσσήν. Παππούλ. Πιάν. Τριφυλ. Χατζ. κ.ἀ.) gιˬουρdὶ Θεσσ. Μῆλ. γιˬουρδὶ Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 329 Δημητρ. γιˬουρτὶ Πελοπν. (Μαντίν. Μεγαλόπ.) gιˬουρτὴ ἡ, Στερελλ. (Βοστιν. Δωρ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιούρντα. Ὁ τύπ. γιˬουρδὶ καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Γιˬούρντα μαύρου χρώματος διὰ τὰς ἡλικιωμένας γυναῖκας ἰδίως καὶ λευκοῦ διὰ τὰς νέας, μὲ χρυσᾶ κεντήματα εἰς τὸ μέρος τοῦ στῆθους ἐνίοτε ἔνθ’ ἀν.: Ἦρθε μὲ τὸ γιˬουρδί της τυλικωμένη, γιˬατ’ εἶχε κρύο Πελοπν. (Μάν.) Πᾶρε καὶ τὸ γιˬουρdί σου, γιˬατὶ κάνει κρύο Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Ποῦ πᾷς χωρὶς γιˬουρντὶ σήμερα, ποὺ παγώνουνε τὰ πουλλιˬὰ ’ς τὰ δέντρα, μώρ’ δόλιˬα; Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Φόρεσε τὸ βελέσι της, τὸ φουστάνι, τὴ μπόλιˬα καὶ τὸ γιˬουρντὶ καὶ πῆγε γιὰ ξύλα ’ς τὸ βουνὸ αὐτόθ. || ᾌσμ. Βλάχα μ᾿, βλάχα μ’, τὸ γιουρdί σου, | πῶς κοιμᾶσαι μοναχή σου! Πελοπν. (Ἀργολ.) -Γιωργῆ, κι ἂν μᾶς ἰδῇ κανείς, Γιωργῆ, τί θὰ μὲ κάμῃς; -Φλόκο ’ς τὸ γιˬουρντὶ σὲ κάνω | καὶ ’ς τὴ bλάτη μου σὲ βάνω Πελοπν. (Μανιάκ.) Νὰ φτε͜ιάσῃς μπόλιˬα τοῦ γαμπροῦ... καὶ γιˬουρντὶ τῆς πεθερᾶς σου, Γε͜ιά σου, βλαχοπούλα μ᾿, γε͜ιά σου αὐτόθ. β) Χονδρὸν ὑφαντὸν γελέκον μαύρου χρώματος ἀνοικτὸν εἰς τὸ στῆθος Πελοπν. (Κάμπος Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA