γιˬουρουντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουρουντίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬουρουντίζω Χίος (Ἐγρηγόρ.) -Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 418 καὶ Στὸν Ἴσκιο, 217 γιˬουρουdίζω Θῆρ. Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Ἴμβρ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. κ.ἀ.) Κύθν. Νάξ. (Γαλανᾶδ. Σαγκρ.) γιˬουρουdίζου Λέσβ. Μ. Ἀσία (Κυδων.) γιˬουρουντίτζω Σίφν. γιˬουρουτίζου Λέσβ. ’ιˬουρουdίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιρουdίζω Κρήτ. ᾿ιρουζdίζου Μακεδ. (Γιδ.) γιρουdῶ Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γαλάτιστ. Σταν.) ᾽ιρουντῶ Μακεδ. (Σιάτ.) γιˬουρ’ντίζω Βιθυν. (Κατιρλ.) γιˬουρ’dίζω Θήρ. Κρήτ. (Σητ.) Πελοπν. (Ξηροκ.) γιˬουρ’dίζου Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σαμοθρ. γιˬουρ’δίζω Βιθυν. (Κατιρλ.) γιˬουρουτίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬουρουντῶ Θεσσ. (Μελιβ.) Κύπρ. Μακεδ. (Ἀρν. Καστορ. κ.ἀ.) γιˬουρουdῶ Θράκ. (Ἑλληνοχώρ.) Κρήτ. (Ζερβιαν. Μαλάκ. Μόδ. Μουστάκ. Περιβ. Ραμν Ρέθυμν. Χαν κ.ἀ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) γιˬουρ’dῶ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Κρήτ. (Μουστάκ.) Σέριφ. γιˬουουdῶ Σαμοθρ. γιˬουρουντάου Εὔβ. (Κουρ.) γιˬουρ’ντάω Θεσσ. (Τρίκερ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀχαΐα, Μεγαλόπ. κ.ἀ.) γιˬουρdάω Εὔβ. (Αἰδηψ.) γιˬουρ’ντάου Εὔβ. (Αἰδηψ. Γαλτσ. Μετόχ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Πήλ. Πορταρ. Τρίκερ. κ.ἀ) Πελοπν. (Βερεστ. Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) γιˬουρ’dάου Ἁλόνν. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) γιˬορ’dάω Εὔβ. (Γαλτσ.) γιˬουρ’τάω Πελοπν. (Βλαχοκερ. Λακεδ.) γιˬουρ’τάου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ἄκρ. Μετόχ. Στρόπον.) Θεσσ. Λέσβ. Λῆμν. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Κολάκ. Ναύπακτ. Ξηρόμ. Σπάρτ. Τριχων. Φθιῶτ. κ.ἀ.) -Ν. Ἑστ. 24 (1938), 138 γιˬουρ’τῶ Λῆμν. Μακεδ. (Παρθεν.) γιρ’τῶ Στερελλ. (Σπάρτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yürütmek=βαδίζω, προχωρῶ, ὁρμῶ.

Σημασιολογία

Ὁρμῶ, ἐφορμῶ κατά τινος ἔνθ’ ἀν.: Ἐγιουρούdισε ἀπάνω του γιὰ νὰ τόνε σφάξῃ Νάξ. (Σαγκρ.) Γιˬουρ’dίσαν οἱ σκύ’ ἀπάνι μ’ νὰ μὶ φᾶν Σαμοθρ. Γιˬουρούd’σανε τὰ σκυλλιˬὰ ἀπάν’ μας Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Ἐγιˬουρ’dίσανε ὅλοι κι ἀποὺ ἁρπάξῃ ἥρπαξε Κρήτ. (Σητ.) Ἐγιˬούρ’ντισε ἀπάνω του σὰ θεριὸ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θὰ ’ιˬουρουdίσῃ καμμιˬὰ ὥρα νὰ σὲ πιˬάσ’ ἀ ’ τὰ μαλλιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γιˬούρ’τ’ξι τοὺ σ᾿λλὶ κὶ τοὺν δάγκου’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἐγιˬούρ’τηξε καὶ τὸν πιˬάνει ἀπὸ τὸ λαιμὸ νὰ τὸν πινίξῃ Πελοπν. (Σουδεν.) Ἅμα εἴδανε κ᾿ ἤνοιξε ἡ πόρτα, ἠγιˬουρουdίσανε μέσα Θήρ. Πᾶμε τσ’ ἐμεῖς νὰ γιˬουρ’dίσωμε νά ’bουμε μέσα αὐτόθ. Θύμουσι, χτυπᾷ μιˬὰ κάτου τοὺ δαχτ’λίδ’ τσὶ γιˬουρούτ’σι νὰ παγαί’ Λέσβ. Γιˬούρ’τηξα καὶ πῆρα σταφύλιˬα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἐγιούρ’ντηξα ’ς τὸν κατήφορο Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τότις τοὺ τραΐ γιˬούρ’ντηξι κατ’ ἀπάνου τ᾽ Θεσσ. (Πορταρ.) Γιˬουρ’ντήξαν τὰ σ’λλι02ECὰ πάνου νὰ τοὺν φᾶνε, νὰ τοὺν πνίξουνε Θεσσ. (Τρίκερ.) Γιˬουρ’ντάει τοὺ Μαριˬὸ κὶ ’ν ἅρπαξι ’ν πάπιˬα ᾽ ἔφ’γι αὐτόθ. Γιˬουρ’ντάει τοὺ φίδ’ νὰ τοὺν φάῃ (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Γιˬουρ’τάει μὶ τὰ μοῦτρα οὑ ’κόλας ’ς τὴ δουλε͜ιὰ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Γιˬούρ’τα πάν’ τ’ αὐτόθ. Γιˬουρουdήξετε οὕλοι κι οὕλοι μαζὶ νὰ θερίσωμε γερὰ-γερὰ (=γρήγορα-γρήγορα) Κρήτ. (Μαλάκ.) Οὕλο τὸ χωριˬὸ ἐγιˬουρούdηξενε κ’ ἔσβησε τὴ φωθιˬὰ αὐτόθ. Γιˬατὶ γιˬὰ νά ’ῃ εὐτὸς τοσηνὰ μάνητα, θὰ νά ᾽χε πρησμένο τὸ σκώτι dου, γιὰ νὰ τσῆ γιˬουρουdήξῃ καὶ νὰ τσῆ φάῃ τὴ μύτη Κρήτ. (Χαν.) Ἡ γι-ἀρκούδα γιˬουρούντησι νὰ φύγῃ Μακεδ. Ἤρθανι ἀιτοὶ κὶ γιˬουρ’τήξανι ’ν τούνι φᾶνι (ἐκ παραμυθ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἔχου νιˬὰ παλιˬόιδα π’ γιˬουρ’τάει γιˬὰ ζ’μιˬὲς Στερελλ. (Τριχων.) Γιˬούρ’τ’σαμι κὶ τοὺ τιλε͜ιούσαμι τοὺ χουράφ’ αὐτόθ. Τὰ πρόβατα γιˬουρ’τᾶνι νὰ μάσ’νι ἀπουδῶ ἀπουκεῖ ὅ,τιδήπουτι Στερελλ. (Φθιῶτ.) Δὲ γιˬουρ’dάει απέρα νὰ κάμῃ καμμιˬὰ δουλε͜ιά, ἀλλὰ περ’μένει ἀπὸ ’μένα Πελοπν. (Βερεστ.) Ὁ Γιˬαννάκης γιˬούρ’τησε νὰ τοὺς χωρίσῃ, ἀλλὰ παραπάτησε κ’ ἔπεσε χάμου Πελοπν. (Βλαχοκερ.) Ἔκαμε νὰ τῶνε γιˬουρουdήξῃ, γιˬατὶ τσί θάρρεψε γιˬὰ dουσουμάνηδες (=ἐχθροὺς) Κρήτ. (Περιβ.) || Παροιμ. Σ’λλὶ ποὺ δὲ γιˬουρ’ντάει ἄφινέ του ν’ ἀλυχτάῃ (ἐπὶ τῶν ἀκινδύνως ἀπειλούντων) Στερελλ. (Παρνασσ.) ᾌσμ. Οἱ Τοῦρκοι ἀποφασίσανε νὰ κάμουνε γιˬουρούσι κι ἀνάμεσα ᾽ς τσὶ χρισιˬανοὺς πᾶνε καὶ γιˬουρουdοῦσι Κρήτ. Τότες γιρούdηξ’ ἡ Τουρκιά, τὴ gεφαλή του ἐκόψα, γιὰ νὰ τὴ bᾶνε τοῦ πασᾶ νὰ τῆνε δώσῃ γρόσα αὐτόθ. Τ᾽ Ἀρδαχθιανό, τὸ Μυρθιˬανό, τὸ Σελλιˬανὸ περίτου νὰ γιˬουρουdήσου τζῆ Τουρκιˬᾶς νὰ τὴ gουτσομουρίσου (ἐνν. τὰ ἀνταρτικὰ σώματα· περίτου=προπαντὸς) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Συνών. εἰς λ. γιˬουργιάρω. β) Ἀμτβ., ἐκκινῶ πολλαχ.: Γιˬούρ’τ’σιν νὰ πά’ ᾿ς τοὺ χουράφ’ Λῆμν. Γιˬὰ ποῦ γιˬουρούd’σις; Μ. ’Ασία (Κυδων.) || ᾌσμ. Διφτέρα μέρα γιˬούρ’dησι νὰ πά’ νὰ προυτουσπείρῃ. Ἡ στράτα ρόδα γέμισι καὶ τὰ χουράφιˬα σπόρου Λῆμν. Γιˬὰ δές ’τα πῶς γιˬουρ’dίσανι τὰ τέσσιρα ’να bόι, σὰ λιμουνιˬά, σὰ gυδουνιˬὰ μέσα σὶ πιριβόλι Λῆμν. (Πλάκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/