βαράδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαράδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαράδι τό, Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Σιρέντζ.) κ.ἀ. βαράδ' Θρᾴκ. (Αἶν. Βιζ. Λούπιδ. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βέρ.) Τένεδ. κ.ἀ. βαάδ’ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. βαράδιν. Ἰδ. Δουκ.
Σημασιολογία
1) Κυψέλη Θρᾴκ. (Αἶν. Βιζ. Λούπιδ.) Ἴμβρ. Σαμοθρ. Τένεδ. κ.ἀ. 2) Βαράδα, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Σιρέντζ.) Μακεδ. (Βέρ.) κ.ἀ.: Φρ. Εἶναι ἕνα βαράδι (ἄπληστος, ἀχόρταστος) Σηλυβρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA