γιˬουρούσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουρούσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουρούσι τό, κοιν. καὶ Τσακων. γιˬουρού’ βόρ. ἰδιώμ. γιˬουρούσιν Κύπρ. γιˬουρούχι Α. Κρήτ. γιρούσι Ἤπ. (Ραδοβύζ.) Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) Σύμ. κ.ἀ. γιρούι Ἤπ. (Κόνιτσ. Τζουμέρκ.) γιρού’ Θεσσ. (Ἀνατ.) Μακεδ. (Βόιον) γερούσι Ἤπ. Μακεδ. (Δεσκάτ. Ὄλυμπ.) Μεγίστ-Μακρυγ., Ἀπομν., Β 28, 55 Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ, 180 γερούσιν Μεγίστ. γερούσ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’ιˬουρούσι Μακεδ. (Δρυμ.) γερούσ’ Μακεδ. (Δεσκάτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yürüyüs=βάδισις, ἔφοδος.

Σημασιολογία

1) Ἔφοδος, ἐξόρμησις κοιν. καὶ Τσακων.: Φρ. Κάνω γιˬουρούσι (κάμνω ἔφοδον, ἐφορμῶ) κοιν. Ἐκάναμε ἕνα γιˬουρούσι καὶ τοὺς σκορπίσαμε τοὺς Τούρκους κοιν. Ἔκαμαν γιˬουρούσι καὶ τ’ ἅρπαξαν τὰ ψάριˬα, δὲν προυκάναμε νὰ πάρουμε Μακεδ. (Καστορ.) Νὰ κάνουμι ἕνα γιˬουρού’ νὰ dοὺ θιρίσουμι κι αὐτὸ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Σφάξανε πολλοὶ οἱ Τοῦρκοι ᾽ς τὰ τελευταῖα γιˬουρούσιˬα Ἰων. (Σμύρν.) Ἔκαμε ἕνα γιˬουρούσι νὰ bῇ ᾿ς τὸ σπίτι Πελοπν. (Μάν.) Γιˬουρούσι κάμανε καὶ τσῆ τὰ πήρανε ὅλα Κρητ. (Σητ.) Μ’ ἕνα γιˬουρούσι ποὺ κάμαμε ’ς τοὺς Ἰταλοὺς τοὺς κάμαμε σκορπιδόχορτο Εὔβ. (Κουρ.) Ἴσ-σα, παιδιά, ’ὰ κάμωμε ἕνα γιˬουρούσι οὕλλοι μαζὶ τσαὶ ’ὰ νιτάρωμε τὸ θέρον-νωρὶς (’ὰ νιτάρωμε=θὰ τελειώσουμε) αὐτόθ. Κάνανε τὰ παλιˬόπαιδα γιˬουρούσι ’ς τὰ σταφύλιˬα καὶ δὲν ἀφήκανε οὔτε τσαμπὶ Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Μὴν ἁπλώνῃς τὸ γέννημα ’ς τὴν αὐλή, θὰ κάνουνε γιˬουρούσι οἱ κόττες καὶ δὲ θ’ ἀφήκουνε σπυρὶ αὐτόθ. || ᾌσμ. Εἶδα ἕνα φίδι μὲ φτερά, φίδι μὲ δυˬὸ κεφάλιˬα κι αὐτὸ γιˬουρούσι-ν-ἔκαμε, γιˬουρούσι νὰ μὲ φάῃ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Πρῶτο γιˬουρούσι πὄκαμε, ’ς τὸν πόλεμο ποὺ πῆγε, μιˬὰ κανονιˬὰ τοῦ δώσανε οἱ Τοῦρκοι μέσ’ ’ς τὰ στήθη Πελοπν. (Μάναρ.) Σ’ τὴ Gάdανο ξεπέζεψε κ᾽ ἔκαμε καὶ γιˬουρούσι, κ’ εἰς τὸ τζαμὶ κλειστήκανε μικροί, μεγάλοι Τοῦρκοι Κρήτ. Τραυάει ὁ Γιˬώργης τὸ σπαθὶ κιˬ ὁ Γιˬάννης τὸ τουφέκι κ᾽ εὐτὺς γιˬουρούσι κάνανε ’ς τὴ μέση μέσ᾿ ’ς τ’ ἀσκέρι Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 23 Συνών. εἰς λ. γιˬούργιˬα 1. 2) Ὁμαδικὴ προσπάθεια πρὸς ἐπιτέλεσιν ἐργασίας Ἤπ. (Κουκούλ.) Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀχυρ. Φθιῶτ.): Ἄιντε, ρὲ παιδιˬά, νὰ κάνουμε ἕνα γιˬουρούσι νὰ κιˬώσουμε τὴ δουλε͜ιὰ (νὰ κιˬώσουμε=νὰ τελειώσωμε) Γαργαλ. Ἄιτι, πιδιˬά, ἕνα γιˬουρού’ ἀκόμα κὶ σκόλασαν τὰ ξύλα Κουκούλ. Ἄιτι ματακά’τι ἕνα γιˬουρού’ να βγάλουμι τοὺ τουμπρού’ ’ς τοὺν κατηφουράκου (τουμπρού’=χονδρὸν τμῆμα ξύλου) Φθιῶτ. Συνών. βλ. εἰς λ. γιˬούργια 1β. β) Ἐκκίνησις πρὸς ἐργασίαν κ.τ.τ. Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ., 180: Μὲ τὴν πρώτη, δεύτερη, τρίτη τὸ πολὺ βροχὴ κάνει τὸ γερούσι ὁ γεωργός, βάζει δηλαδὴ τὴ δουλε͜ιά του ’μπρὸς. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γιˬουρούσι, Γιεˬρούσι, καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬουρούσης Ἀθῆν. Μακεδ. (Καβάλλ.) Σίφν. Στερελλ. (Λαύρ.) Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/