ἀσκοδέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκοδέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσκοδέρνω Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀσκοδέρνου Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀσκὶ καὶ τοῦ ρ. δέρνω.
Σημασιολογία
1) Ἀσθμαίνω, πνευστιῶ Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἀσκοδέρνει ὁ ἄρρωστος ’ς τὸ κρεββάτι Λακων. Τί τρέχεις κιˬ ἀσκοδέρνεις; Μάν. 2) ’Ενεργ. καὶ μέσ. σφαδάζω Κεφαλλ.: Ἀσκοδέρνει τὸ πουλλὶ (σφαδάζει ἐπὶ τοῦ ἐδάφους).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA