Γιˬουσουροὺμ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γιˬουσουροὺμ

Τυπολογία

Γιˬουσουροὺμ τό, Ἀθῆν. Στερελλ. (’Αχυρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἀπὸ τοῦ ἐπων. Ἑβραίου τινός, ἔχοντος κατάστημα εἰς τὸν χῶρον τῆς ὁμωνύμου ἀγορᾶς, τῆς πλατείας Ἀβησσυνίας, παρὰ τὴν πλατεῖαν Μοναστηρακίου Ἀθηνῶν.

Σημασιολογία

Ἀγορά, τόπος ἀγοραπωλησίας παλαιῶν ἀντικειμένων, εὐθηνῶν ἐνδυμάτων κ.τ.τ. ἔνθ’ ἀν.: Βρῆκα μιˬὰ καλὴ τιμὴ καὶ τ’ ἀγόρασα ’ς τὸ Γιˬουσουροὺμ Ἀθῆν. Νὰ μ᾿ ἀγουράη’ς ἕνα σακκά’, ξάδιρφι, ἀπ’ τοῦ Γιˬουσουροὺμ Στερελλ. (Ἀχυρ.) β) Μεταφ. ἐπὶ ἀγορᾶς εὐτελῶν πραγμάτων Ἀθῆν.: Ποῦ τὰ βρῆκες καὶ τ’ ἀγόρασες αὐτὰ τὰ παλιˬοπάπουτσα, ’ς τὸ Γιˬουσουρούμ; Ἀθῆν. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/