γόος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γόος ὁ, λόγ. πολλαχ. καὶ Κ. Παλαμ., Περασμ. καὶ χαιρετ., 43.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γόος.
Σημασιολογία
Κλαυθμός, ὀδυρμὸς, στεναγμός, θρῆνος ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Μετὰ γόων καὶ κοπετῶν Λεξ. Πρω. || Ποίημ. Κορμιˬὰ ἀγκαλιˬάσματα, γόοι, δαιμόνια Κ. Παλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA