γοργάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γοργάδα ἡ, Ἤπ. Ἰθάκ. Πελοπν. (Ἄργ.) Σύμ. - Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ. Χρον., 12 Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 18 Κ. Παλαμ Ἀσαλ. ζωή2, 101 Ὕμν. Ἀθην.2, 41 Γράμματ., 1.148 Νύχτ. Φήμ., 55 Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 73 Γ. Ψυχάρ., Ζωὴ κι ἀγάπ., 147. - Λεξ. Αἰν. Μπριγκ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γουργάδα Ἤπ. (Κουκούλ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.)

Ετυμολογία

Ἡ ταχύτης, γρηγοράδα ἔνθ᾽ ἀν.: Μὶ τ᾽ γουργάδα πὅ᾽ αὐτὸς οὑ ἄνθρουπους θὰ σκουλά᾽ τοὺ σκάψιμου σήμιρα Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἀγκούστα! εἶπε ὁ κρεμανταλᾶς, κˬι ὀρθὸς πετάχτηκε μ᾽ ἕνα πήδημα, ποὺ ὅλοι τόνε θαυμάσανε γˬιὰ τὴ γοργάδα του Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. Καὶ μὲ τὴ γοργάδα καὶ μὲ τὸ θάμπωμα τῆς ἀστραπῆς ποὺ σχίζει μακρόγˬυαλον οὐρανό, ἔπεσαν οἱ ἦχοι Κ. Χρηστομ., ἔνθ᾽ ἀν. Τὰ σκυλλιὰ πλεονέχτημα εἴχανε τὴ δύναμή τους, εἴχανε καὶ τὴ γοργάδα τῶν κατσικιˬῶν Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾽ ἀν. Καὶ ἤμουν ὁ ὀκνὸς μὲ τὴ γοργάδα τοῦ ἀνέμου Κ. Παλαμ., Γράμματ., ἔνθ᾽ ἀν. || Ποίημ.

Σημασιολογία

Λεβέντρα πλάση ἀπάρθενη, χάρισε ἐσὺ τοῦ ἀνήμπορου μˬιὰ δύναμη καὶ μˬιὰ ψυχή, μˬιὰ γλῶσσα, μˬιὰ γοργάδα Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. ζωή2, ἔνθ᾽ ἀν. β) Ἡ ταχύτης εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ἐργασίας, ἡ ἐργατικότης καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς εὐδοκίμησις, προκοπὴ Ἤπ. Κύμ.: Ἔβγαλε γοργάδα Σύμ. || Παροιμ. Τὸ Σαββάτο βράδυ βράδυ βγάζ᾽ ἡ νύφη μας γοργάδες (εἰρων. ἐπὶ ὀκνηροῦ) Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/