βαράκιν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαράκιν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαράκιν τό, Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) βαράκι Θήρ. Θρᾴκ. Ἰκαρ. Κρήτ. Νίσυρ. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Αἶν. Βλάστ. βαρά' Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μαδυτ. Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Σάμ. Σκίαθ. κ.ἀ. βαράκ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) βαράχ' Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) βαρά’ Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. varak, ὃ ἐκ τοῦ παρ’ Ἡσυχ. βάραξ. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ 6 (1923) 212.

Σημασιολογία

1) Λεπτότατα φύλλα χρυσοῦ ἢ ψευδοχρύσου ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Γαμπρός εἶναι γαρίφαλο, νύφη τριˬανταφυλλάκι, παράνυφ’ εἶναι τὸ ψηφἰ μὲ τὸ χρυσὸ βαράκι Ἰκαρ. Στολίσετε τὰ στέφανα μὲ ἄνθη καὶ βαράκι Θήρ. β) Πληθ. βαράκιˬα, ποικίλματα διὰ λεπτῶν φύλλων χρυσοῦ Κρήτ. 2) Χρυσόκολλα Μακεδ. -Λεξ. Περίδ. Ἡ λ. ἐν τῷ πληθ. βαράκια καὶ τοπων. Σῦρ. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/