ἀσκομαντούρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκομαντούρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσκομαντούρα ἡ, Ἰκαρ. –ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 11 –Λεξ. Λάουνδ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ 345 Πρω. Δημητρ. ἀσκουμαντούρα Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀσκομαdούρα Κρήτ. ἀσκομαδούρα Κορ. Ἄτ. 5, 25 ἀσκουμουντούρα Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀσκοπαdούρα Κρήτ. (Ρέθυμν.) ἀσκοbαdούρα Κρήτ. (Σφακ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀσκὶ ἢ ἀσκὸς καὶ μαντούρα, παρ’ ὃ καὶ παντούρα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Ἄσκαυλος ἔνθ’ ἀν.: Παίζει ἀσκομαdούρα Κρήτ. || Ποίημ. Καὶ τὸ φεγγάρι ἦταν ᾽ς τὴ χάσι του, τὸν οὐρανὸ τὸν ἔζωνε θολούρα, καὶ τὸ τελώνιˬο κἄπου σφύριζε τὴν ξωτικε͜ιά του ἀσκομαντούρα ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγγε͜ιὸ 2β, ἀγγε͜ιόπουλλο, ἄσκαρος, ἀσκαύλι, ἀσκοτσαμπούνα, ἀσκοτσάμπουνο, γκάιdα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA