γοργοβασιλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοβασιλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοβασιλεύω Δ. Κρητ. (Πλάκ. κ.ἀ.) γοργοβασιλεύγω Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. βασιλεύω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ τοῦ ἡλίου, βασιλεύω, δύω ταχέως, γρήγορα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἑτοιμάζεστε νὰ ξεκινήσωμε, γιˬατὶ γοργοβασιλεύγει ὁ ἥλιˬος Κρήτ. (Νεάπ.) || ᾎσμ. Ἥλιˬε γοργοβασίλεψε κ᾽ ἡ μάννα σου ποθαίνει Κρήτ. (Πλάκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA