γοργόβλεπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργόβλεπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργόβλεπος ἐπίθ. Ι. Ζερβ., Τραγ. καλ. καιρ. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. βλέπω. Ἡ λ. καὶ εἰς χειρόγρ. τοῦ Διγεν. Ἀκρίτ. τοῦ ἔτ. 1632 (Λαογρ. 9 (1926), 352,19).

Σημασιολογία

Ὁ βλέπων ταχέως, γρήγορα, ὁ ἔχων εὔστροφον τὸ βλέμμα ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Καὶ ἡ θλίψη μας γοργόβλεπη μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ ἄπειρο ματιˬὰ Ι. Ζέρβ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ σημ. καὶ εἰς χειρόγρ. τοῦ Διγεν. Ἀκρίτα τοῦ ἔτ. 1632, ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/