ἀσκομαχῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκομαχῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκομαχῶ Κάρπ. Κύπρ. Κωνπλ. Πελοπν. (Λακων. Οἰν.) Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἀσκομαχάω Πελοπν. (Μάν.) ’σκομαχῶ Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Γέν.) Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) ’σκουμαχῶ Ἴμβρ. Σαμοθρ. ’σκουμαχάου Εὔβ. (Στρόπον.) χασκομαχῶ Κύπρ. (Πάφ.) Μέσ. ἀσκομαχε͜ιοῦμαι Σίφν. ἀσκομαχε͜ιέμαι Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Πελοπν. (Κλουτσινοχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀσκώνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –μαχῶ ἢ παρὰ τὸ ἀγκομαχῶ-’γκομαχῶ ἀναπτυχθέντος ἐν ἀρχῇ τοῦ σ καὶ τοῦ προθετικοῦ ἀ- καθ’ ἃ καὶ ἁσπηδοῦ παρὰ τὸ πηδῶ κττ. Ἡ λ. καὶ παρὰ ΚΔαπόντ. Μῦθ. 1 (ἔκδ. ÉLegrand Biblioth. 3, 259, 14) «Κυριακὴ ξημέρωμα ἦλθε ἀσκομαχῶντας». Τὸ χασκομαχῶ κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ χάσκω.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀσθμαίνω, πνευστιῶ ἔνθ’ ἀν.: Ἤτρεχα καὶ γιˬὰ τοῦτο ἀσκομαχῶ Χίος. Ἀφ' τὸν πολὺν δρόμον ἀσκομαχοῦσαν αὐτόθ. Τί άσκομαχεῖς τόσο πολὺ σὰνες τ᾿ ἔρκεσαν ᾽πὲ την ξεροδούλε͜ια Γέν. ᾿Ασκομάχαγα καὶ δὲ bοροῦσα νὰ κάνω βῆμα Μάν. Tὸ ζαβά’κο τὸ γαδούρ’... ἀφανίσκε ν᾿ ἀdιπατῇ καὶ νὰ ᾿σκομαχε͜ιέται Τσακίλ. Συνών. ὶδ. ἐν λ. ἀσκομάχομαι. β) Ἀποκάμνω ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστένω 4. 2) Εἶμαι ὑπερπλήρης, ἐπὶ δοχείων Ἄνδρ.: ’Σκομαχοῦνε οἱ ζάρες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/