γιˬούτσικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬούτσικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬούτσικος ὁ, Πάρ. υἱγιˬούτσικος Θρᾴκ. (Σαμακ.) γιˬούτσικους Θεσσ. Μακεδ. (Δεσκάτ. Τριφύλλ.) Πάρ. γιˬούτσ’κους Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δεσκάτ. Κατάκαλ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. υἱούτσικος. Βλ. Σπαν. στ. 23 (ἔκδ. Wagner, σ. 2): «ἄν στοχαστῇς, υἱούτσικε, πλέον οὐ μὴ γὰρ μ’ εἶπες | εἰμὴ ψυχρὸν κιˬ ἀναίσθητον, κρύσταλλον, παγωμένον». Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. νιˬούτσικος.

Σημασιολογία

Συνήθως εἰς δημοτ. τραγ., ὁ μικρὸς υἱός, θωπευτ., ἔνθ’ ἀν.: Σώπα-ν-υἱγιˬέ-ν-υἱγιˬούτσικε, μωρ’ ἀκριβέ Γιˬαννάκη, ἐγὼ σὲ κάνω νὰ τὴ διῇς, νὰ τὴ φιλήσῃς κιˬόλα Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) Μὴν εἴδιτι τοὺν γιˬούτσικου μ᾿ τοὺν πουλιˬουχαιˬδιμένου; Θεσσ. β) Ὁ μονάκριβος υἱὸς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Συνών. γιˬόκας, γιˬούλης, γιˬούτσης. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬούτσικος καὶ ὡς ἐπών. Θεσ. (Καρδίτσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/