ἄσκοπα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκοπα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄσκοπα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκοπος Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Χωρὶς σκοπόν, χωρὶς ὡρισμένην κατεύθυνσιν: Γυρίζει ἄσκοπα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ. Χαλᾷ τὰ λεφτά του ἄσκοπα. Συνών. ἀσκόπευτα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA