γιˬούχα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬούχα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επιφώνημα
Τυπολογία
γιˬούχα ἐπιφών. κοιν. καὶ Πόντ. ἀγιˬούχα Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) γούα Σύμ. χούγιˬα Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬουχὰς Κρῆτ. γιˬαχὸ Λῆμν. γιˬοὺ Προπ. (Ἀρτάκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yuha=ἐπιφών. ἀποδοκιμασίας. Ὁ τύπ. χούγιˬα δι’ ἀντιμεταθ. Ὁ τύπ. γούα πιθαν. ἐκ γιˬούχιˬα-γιˬούα, πβ. μαχαίρι-μααίρι κ.τ.τ.
Σημασιολογία
Συνήθως μετ’ ἐκτ. τοῦ τελικοῦ α, ὡς γιˬούχααα! ἐπιφώνησ. ἀποδοκιμασίας γινομένης συνήθως ὑπὸ ὁμάδος ἀνθρώπων κατ᾽ ἄλλης ὁμάδος ἢ προσώπου πρὸς ἐμπαιγμὸν, χλευασμὸν πράξεων ἢ λόγων αὐτῶν πρὸς διαπόμπευσιν κοιν. καὶ Πόντ.: Πῆγε νὰ μιλήσῃ, ἀλλὰ τοῦ ᾿βάλαν γιˬούχα κοιν. Τοῦ φωνάξασι γιˬούχα, ποὺ ἐχάλασ’ ὁ τόπος Πελοπν. (Μάν.) Σὰν τοὺν εἴδαμι οὕ’, τοῦ βάλαμι γιˬαχὸ Λῆμν. || Παροιμ. Εἶδι ἡ δικάρα τ’ bιdάρα τσὶ τ᾽ν ἠφώναξι γιˬούχα (ἐπὶ ἀβασίμως ὑπερηφανευομένων καὶ περιφρονούντων τοὺς ὁμοίους ἢ ἐλαφρῶς χειροτέρους των) Λέσβ. || Ποίημ. Γιˬούχα τῶν Ἄγγλων, γιˬούχα τους! Γ. Σουρῆ., Ρωμ., ἀριθμ. 88. Συνών. ἀέρα (εἰς λ. ἀέρας 1), αἶσχος, ἔξω, κάτω, ντροπή, οὔα. ᾿Αντίθ. ζήτω. β) ᾿Ενάρθρως, ὡς οὐσ. γιˬούχα τό, ἢ τά, ἡ ἀποδοκιμασία, αἱ ἀποδοκιμασίαι κοιν.: Τὰ παιδιὰ τὸν πῆραν μὲ ἢ ’ς τὸ ἢ ’ς τὰ γιˬούχα. Ἄν τὸ κάνετε αὐτό, θὰ σᾶς πάρουνε μὲ τὰ γιˬούχα κοιν. Θέλω νὰ παίξω τόπι μὲ τὰ παιδιˬά, μὰ ’ς τὴν ἡλικία μου φοβᾶμαι τὰ γιˬούχα ᾿Αθῆν. Ἐλᾶτε ᾿ὰ τὸμ-bιˬάουμε ’ς τὰ γούα Σύμ. Ἐπιάσαν dο ’ς τὰ γούα αὐτόθ. || Ποίημ. Μικρὸς λαὸς ἐμίλησε, τὸ γιˬούχα τοὺς φωνάζει (ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς εἰς τὸν Ὄθωνα καὶ τὴν Ἀμαλίαν) Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., σ. 70. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬούχας Μακεδ. (Θεσσαλον. Ζίχν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA