βάρβαρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάρβαρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάρβαρα τά. Ἰων. (Ἔφεσ.) Κῶς.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Βαρβάρα.

Σημασιολογία

Ἰδιαίτερα φαγητὰ ἢ γλυκύσματα παρασκευαζόμενα τὴν 4 Δεκεμβρίου ἑορτὴν τῆς ἁγίας Βαρβάρας. Συνών. Βαρβάρα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/