ἄσκοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσκοπος ἐπίθ. σύνηθ. ἄσκουπους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Στερελλ. (᾿Αράχ.) κ.ἀ. ἀνάσκοπος Κέρκ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄσκοπος.
Σημασιολογία
1) Αστόχαστος, ἀπρονόητος, ἀνόητος πολλαχ.: Ἄσκοπα λόγιˬα πολλαχ. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ’πὸ τὰ φερσίματά του φαίνεται λίγο ἄσκοπο Αὐλωνάρ. Ἄι, κακουμοίρ’ ἄσκουπι! ᾿Αράχ. || Παροιμ. Ἄσκοπος ὁ νοῦς, διπλὸς ὁ κόπος Ἀρκαδ. Ἤπ. Κέρκ. Μεσσ. κ.ἀ. Συνών. ἄβολος Β2, ἀσκόπευτος 2. 2) Ὁ ἄνευ σκοποῦ γινόμενος, ἀνωφελὴς σύνηθ.: Ἄσκοπος δρόμος. Ἄσκοπη δουλε͜ιὰ σύνηθ. 3) Παραβλὼψ Εὔβ. (Αὐλωνάρ): Τοῦ δεῖνα τὸ δεξὶ μάτι μοῦ φαίνεται λίγο ἄσκοπο. Συνών. ἄλλήθωρος, γκαβός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA