γιˬουχάισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬουχάισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬουχάισμα τὸ, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ του ρ. γιˬουχαΐζω.

Σημασιολογία

Ἀποδοκιμασία δι᾽ ἐχθρικῶν φωνῶν, χλευασμὸς σύνηθ: Μὶ τὰ γιˬουχαΐσματα πού ’κουσ’ αὐτὸς οὑ ἄνθρουπους, ἂν ἦταν ἄλλους, θὰ πλάνταζι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἔπαθι τέτο͜ιου γιˬουχάισμα, π’ θὰ τοὺ θ’μᾶτι σ’ ὅλουν τοὺν κιρὸ τ᾽ Ἤπ. (Κουκούλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/