γοργοδρόμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοδρόμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γοργοδρόμος ἐπίθ. Ν. Ἑστ. 15 (1934), 209 καὶ 211 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γοργοδρόμος Βλ. Σ. Κουμαν., Συναγ. λεξ. ἀθησαυρ. εἰς λ.

Σημασιολογία

Ὁ ταχέως, γοργὰ τρέχων ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Κ᾽ ἔπεσε ἀπ᾽ τ᾽ ἁμάξι αὐτὸς καὶ τ᾽ ἄλογα τὰ γοργοδρόμα ξαφνιˬαστῆκαν Λεξ. Δημητρ. Καὶ τώρα νο͜ιώθω το φριχτὸ τὸν πόνο νὰ μὲ καίει, γιατὶ ᾽ς τὴν πόλη ὁλόγυρα τὰ γοργοδρόμα τ᾽ ἄτιˬα τοῦ ᾽Αχιλλέα τοῦ φονιˬᾶ τὸν ἐτραυοῦσαν Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν., 211

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/