γιρλάντωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιρλάντωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιρλάντωμα τό, Π. Παπαχριστοδ., Θρακ. ἠθογραφ. 4, 24.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γιρλαντώνω, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ οὐσ. γιρλάντα.
Σημασιολογία
Ἡ τοποθέτησις γιρλάντας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς νύμφης ὀλίγον πρὸ τῆς στέψεως: Κι ἄρχεψε τὸ χτένισμα καὶ τὸ τέλιˬασμά της καὶ τὸ γιρλάντωμα. Πβ. στεφάνωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA