ἀσκόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκόπουλλο τό, ἀσκοπούλλι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾿Ιθάκ. –Λεξ. Δημητρ. ᾿σκοπούλλι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) –Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀσκοπούλι) ᾿σκοπούλλι Τσακων. ᾿σκουπούλλι Λευκ. –Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀσκοπούλι) ἀσκόπουλλο πολλαχ. ᾿σκόπουλλο Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ’σκόπουλλε Τσακων. ’σκόπ’λλου Στερελλ. (Αἰτωλ. Γαλαξ. Δωρ. κ.ἀ.) Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀσκί.

Σημασιολογία

1) Μικρὸς ἀσκός, ἀσκίδιον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) Τσακων.: Ἕν’ ἀσκόπουλλο νερὸ γεμᾶτο ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 103 Ἀσκόπουλλα παραγεμισμένα ΓΒλαχογιάνν. Πεταλ. 6 Ἕνα ἀσκόπουλλε ἐλίε ἢ ἄρτουμα Τσακων. Βρῆκι ἕνα ’σκόπ’λλου μάλαμα (ἐκ παραμυθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θὰ σὶ χτυπήσου ’ποὺ τὴ γῆ νὰ σκάῃς σὰ ᾿σκόπ᾿λλου Εὔβ. (Στρόπον.) || Φρ. Τοὺ ρίχ᾽ μὶ τοὺ ’σκόπ’λλου (βρέχει ραγδαίως) Στερελλ. (Γαλαξ.) Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀσκόπουλλα τοπων. Κρήτ. (Πεδιάδ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκουδάκι. 2) Τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον Ἤπ. 3) Τὸ νεογνὸν τῶν πτηνῶν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) κ.ἀ. –Λεξ. Δημητρ. β) Τὸ νεογνὸν τῶν ἡμέρων περιστερῶν Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/