γοργοδρομοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοδρομοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γοργοδρομοῦσα ἡ, Α. Μαμμέλ, Θαλασσιν., 27.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γοργοδρόμος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –οῦσα, περὶ τῆς ὑπ. βλ. Α. Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 180, κἑξ.
Σημασιολογία
Ἡ ταχέως, γοργὰ βαδίζουσα: ᾎσμ. Ἀτλαζωτή, καμαρωτὴ καὶ μουρωτή, λουσάτη, τινάχτρα, σβέλτη, ἀκούραστη, ᾽λαφριˬὰ γοργοδρομοῦσα (νοεῖται ὁ ἰχθὺς ζαργάνα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA