βαρβαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρβαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρβαρίζω (ΙΙ) Αἴγιν. Θεσσ. (Ἀλμυρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Χηλ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. Βαρβάρα.

Σημασιολογία

Τὸ ρῆμα ἐπλάσθη παρηχητικῶς ἄνευ ὡρισμένης σημασίας πρὸς πλήρωσιν τοῦ κενοῦ τῶν στίχων, εἰς τοὺς ὁποίους ὑπάρχει ὁμοίως ρῆμα παρηχητικόν, ἀλλὰ μετὰ σημασίας ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Ἡ Βαρβάρα βαρβαρίζει | καὶ ὁ Σάββας σαβανώνει καὶ ἅγιˬο-Νικόλας πλάκωσε | τὰ χιˬόνιˬα φορτωμένος (διὰ τὴν σημ. τοῦ γνωμ. ἰδ. τὴν λ. Βαρβάρα 1) Μεσσ. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχοῦ. Συνών. βαρβαρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/