γιτσικάρνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιτσικάρνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιτσικάρνι τὸ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γιτσικός, τὸ ὁπ. βλ., καὶ τοῦ οὐσ. ἀρνί.
Σημασιολογία
Ἀμνὸς θηλάσας αἶγα. Συνων. γιτσικάρης 3, γιτσικάρικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA