γοργοκάμουσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοργοκάμουσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γοργοκάμουσα ἡ, Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 253.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. κάμνω, εἰς τὸ ὁπ. καὶ κάμω.

Σημασιολογία

Ἡ ταχέως περαίνουσα τὸ ἔργον: Παροιμ. Γυναῖκα γοργοκάμουσα, ἀμ᾽ ὄχι γοργοφαίνουσα (ἀξία εἶναι ἡ γυνὴ ἡ ταχεῖα ὄχι μόνον εἰς τὸ ὑφαίνειν ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς λοιπὰς ἐργασίας).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/