ἀσκὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσκὸς ὁ, σύνηθ. ἀσκὸ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτιν. Μελπιν.) ἀσκοὺ Καλαβρ. (Καρδ.) ὀσκλὸς Ρόδ. ἀὸ Τσακων. ἀσκὸ τό, Σῦρ –Λεξ. Βλαστ. 429 ἄσκο Ζάκ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀσκός. Διὰ τὸν τὔπ. Τσακων. ἀὸ πβ. Ἡσύχ. «᾽Ακκόρ· ἀσκός. Λάκωνες».
Σημασιολογία
1) Δερμάτινος θύλακος σύνηθ. καὶ ᾿Απουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτιν. Μελπιν.) Καλαβρ. (Καρδ.): Ἀσκὸς τοῦ κρασιοῦ-τοῦ τυριοῦ πολλαχ. Ἔβαλε τὸ μοῦστο μέσα ’ς τὸν ἀσκὸ Κυθν. Ἐκράε σὸν ἀκὸ (ἐρράγη ὡς ἀσκὸς) Τσακων. ‖ Παροιμ. Ἀπὸ ἀσκὸ χοιρινὸ δὲ θά πιῇς κρασὶ (ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀναμένῃ κἀνεὶς τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνον ποῦ δὲν ἔχει) Σίφν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀσκὸς Θρᾴκ. Ἀὸ Τσακων. Ἀσκοὶ Κρήτ. 2) Μικρὸς δερμάτινος θύλακος ὑδροφόρος Κρήτ. 3) Δερμάτινος σίκλος Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτιν. Μελπιν.) 4) Τὸ λεπτόφλοιον καὶ ἁσκοειδὲς τικτόμενον ᾠὸν ἢ καὶ τὸ ἐν τῇ ἐσφαγμένῃ ὄρνιθι εὑρισκόμενον Ἀμοργ. Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. Κύθηρ. Ρόδ. Σῦρ. Λεξ. Βλαστ 429: Ἡ κόττα μου σήμερα ἔκαμε ἕνα ἀβγὸ ἀσκὸ Σῦρ. Τὸ ἀβγὸ εἶναι ἀσκὸς αὐτόθ. Ἡ ὄρνιθα ὀσκλὸ τὸ γέννησε τ᾿ ἀβγὸ Ρόδ. 5) Ἔντομον τοῦ καρποῦ τῆς ἐλαίας (διὰ τὴν ὁμοιότητα κατὰ τὸ σχῆμα πρὸς ἀσκὸν) Κρήτ. Κύθηρ. Συνών. κόψι. Πβ. ἀσκί, ἀσκιδεˬά, ἀσκίδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA